ομοφράδμων

ομοφράδμων
ὁμοφράδμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο-φράδμων, πολυ-φράδμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοφράδμων — of the same mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”